pacte
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pacte | pactes |
pacte (fr) αρσενικό
- (πολιτική) το σύμφωνο
ενικός | πληθυντικός |
pacte | pactes |
pacte (fr) αρσενικό