Μετάβαση στο περιεχόμενο

partitioning

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
partitioning partitionings

partitioning (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

partitioning (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]