Μετάβαση στο περιεχόμενο

passionately

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός passionately
συγκριτικός more passionately
υπερθετικός most passionately

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
passionately < passionate + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

passionately (en)