passionately
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | passionately |
συγκριτικός | more passionately |
υπερθετικός | most passionately |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- passionately < passionate + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
passionately (en)
- παθιασμένα, με πάθος
- ↪ He passionately stood his ground.
- Υπερασπίζεται με πάθος τις θέσεις του.
- ↪ He passionately stood his ground.