passionately
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | passionately |
συγκριτικός | more passionately |
υπερθετικός | most passionately |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- passionately < passionate + -ly
Επίρρημα
[επεξεργασία]passionately (en)
- παθιασμένα, με πάθος
- ⮡ He passionately stood his ground.
- Υπερασπίζεται με πάθος τις θέσεις του.
- ⮡ He passionately stood his ground.