patrimonium

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

patrimonium < pater, patri- + -monium
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: πατριμόνιον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

patrimonium ουδέτερο

  1. (οικονομία) πατριμόνιο, περιουσία από πατέρα σε γιο
  2. προσωπική περιουσία του αυτοκράτορα

Κλίση[επεξεργασία]

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική patrimonium patrimonia
γενική patrimoniī & patrimoni patrimoniōrum
δοτική patrimoniō patrimoniīs
αιτιατική patrimonium patrimonia
κλητική patrimonium patrimonia
αφαιρετική patrimoniō patrimoniīs
(β' κλίση)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις patrimi και pater

Πηγές[επεξεργασία]