Μετάβαση στο περιεχόμενο

pauvre

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
pauvre pauvres

Επίθετο

[επεξεργασία]

pauvre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φτωχός
  2. καημένος, φουκαράς, ταλαίπωρος, κακομοίρικος, καψερός, δόλιος