καψερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καψερός < μεσαιωνική λέξη (ίσως από τοπικά έθιμα να καίνε επί Τουρκοκρατίας μέρος του σώματός τους σε ένδειξη πένθους)
Επίθετο[επεξεργασία]
καψερός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καψερός