payback
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
payback | paybacks |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]payback (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (μη μετρήσιμο) η ανταπόδοση για κάτι κακό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 74. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανταπόδοση