pedantic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός pedantic
συγκριτικός more pedantic
υπερθετικός most pedantic

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pedantic < pedant + -ic

Επίθετο[επεξεργασία]

pedantic (en)

  • σχολαστικός, ανησυχώ πάρα πολύ για μικρές λεπτομέρειες ή κανόνες
    Don’t be pedantic.
    Μην είσαι σχολαστικός.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fastidious

Πηγές[επεξεργασία]