pennon
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- pennon < penon < penne
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pennon | pennons |
pennon (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
pennon | pennons |
pennon (fr) αρσενικό