persicum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
persicum ουδέτερο
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | persicum | persica |
γενική | persicī | persicōrum |
δοτική | persicō | persicīs |
αιτιατική | persicum | persica |
κλητική | persicum | persica |
αφαιρετική | persicō | persicīs |
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
persicum