plenaĝa
(Ανακατεύθυνση από plenagxa)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plenaĝa | plenaĝaj |
αιτιατική | plenaĝan | plenaĝajn |
plenaĝa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plenaĝa | plenaĝaj |
αιτιατική | plenaĝan | plenaĝajn |
plenaĝa (eo)