poil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
poil poils

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

poil (fr) αρσενικό

  1. η τρίχα
  2. το τρίχωμα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]