κακοδιάθετος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | κακοδιάθετος | κακοδιάθετη | κακοδιάθετο |
γενική | κακοδιάθετου | κακοδιάθετης | κακοδιάθετου |
αιτιατική | κακοδιάθετο | κακοδιάθετη | κακοδιάθετο |
κλητική | κακοδιάθετε | κακοδιάθετη | κακοδιάθετο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | κακοδιάθετοι | κακοδιάθετες | κακοδιάθετα |
γενική | κακοδιάθετων | κακοδιάθετων | κακοδιάθετων |
αιτιατική | κακοδιάθετους | κακοδιάθετες | κακοδιάθετα |
κλητική | κακοδιάθετοι | κακοδιάθετες | κακοδιάθετα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κακοδιάθετος < κακο- + αρχαία ελληνική διατίθημι + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
κακοδιάθετος, -η, -ο
- που έχει άσχημη διάθεση
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κακοδιάθετος