καλοδιάθετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καλοδιάθετος < καλο- + διάθεση • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
[επεξεργασία]καλοδιάθετος
- κάποιος που επιδεικνύει καλή διάθεση ή που συνήθως έχει καλή διάθεση
- ※ Ἡ Μαριγούλα ἤτανε τώρα σπίτι της ἡ μητέρα. Ταπεινὴ κι’ ἀπερηφάνευτη, μὰ ἄρχοντικιὰ καὶ καλοδιάθετη. (Μια_νύχτα_στον_κάμπο, Αιμιλία Δάφνη, Σελ. 74-77, τ.2, Έτος Α΄ (1 Μαΐου 1927) του περιοδικού «Νέα Εστία» )