pojęcie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική pojęcie pojęcia
γενική pojęcia pojęć
δοτική pojęciu pojęciom
αιτιατική pojęcie pojęcia
οργανική pojęciem pojęciami
τοπική pojęciu pojęciach
κλητική pojęcie pojęcia

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pojęcie < pojmować / pojąć

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pojęcie (pl) ουδέτερο

  1. ιδέα, γνώμη, αντίληψη
    Jerzy nie ma pojęcia do czego służy myszka w komputerze! - Ο Γιέζι δεν έχει ιδέα σε τι χρησιμεύει το ποντίκι στον υπολογιστή!