pojęcie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pojęcie | pojęcia |
γενική | pojęcia | pojęć |
δοτική | pojęciu | pojęciom |
αιτιατική | pojęcie | pojęcia |
οργανική | pojęciem | pojęciami |
τοπική | pojęciu | pojęciach |
κλητική | pojęcie | pojęcia |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pojęcie (pl) ουδέτερο
- ιδέα, γνώμη, αντίληψη
- Jerzy nie ma pojęcia do czego służy myszka w komputerze! - Ο Γιέζι δεν έχει ιδέα σε τι χρησιμεύει το ποντίκι στον υπολογιστή!