populus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]populus (la) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | populus | populī |
γενική | populī | populōrum |
δοτική | populō | populīs |
αιτιατική | populum | populōs |
κλητική | popule | populī |
αφαιρετική | populō | populīs |
Πηγές
[επεξεργασία]- populus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Φινλανδικά (fi)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]populus (fi)
- η λεύκα