problemă
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]problemă (ro) θηλυκό
- το πρόβλημα
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του problemă
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o problemă | problema | nişte probleme | problemele |
γενική | a unei probleme | problemei | a unor probleme | problemelor |
δοτική | unei probleme | problemei | unor probleme | problemelor |
αιτιατική | o problemă | problema | nişte probleme | problemele |
κλητική | — | - | — | - |