procrastinateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- procrastinateur < λατινική procrastinare (αναβάλλω (κάτι) για αύριο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | procrastinateur | procrastinateurs |
θηλυκό | procrastinatrice | procrastinatrices |
procrastinateur (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη procrastiner