prod
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
prod | prods |
prod (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | prod |
γ΄ ενικό ενεστώτα | prods |
αόριστος | prodded |
παθητική μετοχή | prodded |
ενεργητική μετοχή | prodding |
prod (en)
- τσιγκλάω, κεντρίζω, χτυπώ ζώο με αντικείμενο που έχει αιχμηρή άκρη
- σκουντώ
- (μεταφορικά) προκαλώ κάποιον