prospectif

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό prospectif prospectifs
θηλυκό prospective prospectives

Επίθετο

[επεξεργασία]

prospectif (fr)

  1. σχετικός με το μέλλον
  2. σχετικός με τη μελέτη αγορών για λογαριασμό μιας εταιρείας

Συγγενικά

[επεξεργασία]