prospective

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: perspective

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prospective

  1. πιθανός, ενδεχόμενος
  2. μελλοντικός
  3. αναμενόμενος



      ενικός         πληθυντικός  
prospective prospectives

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

prospective (fr) θηλυκό

  1. η μελέτη όλων των δυνατοτήτων που απορρέουν από μια πράξη ή απόφαση

Συγγενικά

[επεξεργασία]