provocatively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | provocatively |
συγκριτικός | more provocatively |
υπερθετικός | most provocatively |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- provocatively < provocative + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
provocatively (en)
- προκλητικά
- ↪ She is smoking/looking/behaving provocatively.
- Καπνίζει/κοιτάζει/συμπεριφέρεται προκλητικά.
- ↪ She is smoking/looking/behaving provocatively.