provocatively

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός provocatively
συγκριτικός more provocatively
υπερθετικός most provocatively

Ετυμολογία [επεξεργασία]

provocatively < provocative + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

provocatively (en)

  • προκλητικά
    She is smoking/looking/behaving provocatively.
    Καπνίζει/κοιτάζει/συμπεριφέρεται προκλητικά.

Πηγές[επεξεργασία]