równość
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | równość | równości |
γενική | równości | równości |
δοτική | równości | równościom |
αιτιατική | równość | równości |
οργανική | równością | równościami |
τοπική | równości | równościach |
κλητική | równości | równości |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
równość (pl) θηλυκό
- (μαθηματικά), (κοινά) η ισότητα