rap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rap (en)
- χτύπημα με κάτι σκληρό
- (μη μετρήσιμο) το φταίξιμο, η ευθύνη για κάτι
- he took the rap - πήρε πάνω του το φταίξιμο (ενώ δεν έφταιγε)
- η μουσική ραπ
Ρήμα[επεξεργασία]
rap (en)
- χτυπώ
- I heard someone rapping on the door
- συλλαμβάνω ή φυλακίζω ή καταδικάζω
- χτυπώ (κριτικάρω)
- απαγγέλλω ρυθμικά στο ρυθμό της μουσικής ραπ