recklessly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός recklessly
συγκριτικός more recklessly
υπερθετικός most recklessly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

recklessly < reckless + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

recklessly (en)

  • απρόσεκτα, με τρόπο που δείχνει έλλειψη φροντίδας για τον κίνδυνο και τα πιθανά αποτελέσματα των πράξεών σας
    He is driving recklessly.
    Οδηγεί απρόσεκτα.
     συνώνυμα:  carelessly

Πηγές[επεξεργασία]