reluctantly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | reluctantly |
συγκριτικός | more reluctantly |
υπερθετικός | most reluctantly |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
reluctantly (en)
- απρόθυμα
- ↪ He accepted me very reluctantly.
- Με δέχτηκε πολύ απρόθυμα.
- ↪ He reluctantly made his promise.
- Έδωσε απρόθυμα την υπόσχεσή του.
- ≈ συνώνυμα: unwillingly
- ↪ He accepted me very reluctantly.