reluctantly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός reluctantly
συγκριτικός more reluctantly
υπερθετικός most reluctantly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

reluctantly < reluctant + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

reluctantly (en)

  • απρόθυμα
    He accepted me very reluctantly.
    Με δέχτηκε πολύ απρόθυμα.
    He reluctantly made his promise.
    Έδωσε απρόθυμα την υπόσχεσή του.
     συνώνυμα: unwillingly

Πηγές[επεξεργασία]