reluctantly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | reluctantly |
συγκριτικός | more reluctantly |
υπερθετικός | most reluctantly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]reluctantly (en)
- απρόθυμα
- ⮡ He accepted me very reluctantly.
- Με δέχτηκε πολύ απρόθυμα.
- ⮡ He reluctantly made his promise.
- Έδωσε απρόθυμα την υπόσχεσή του.
- ≈ συνώνυμα: unwillingly
- ⮡ He accepted me very reluctantly.