renverse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- renverse < renverser
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
renverse | renverses |
renverse (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) αλλαγή κατεύθυνσης ενός ρεύματος ή του ανέμου