renversant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- renversant < renverser
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʁɑ̃.vɛʁ.sɑ̃/
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | renversant | renversants |
θηλυκό | renversante | renversantes |
renversant (fr)
- εκπληκτικός· που ξαφνιάζει, που αφήνει άφωνο