roaming
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
roaming | roamings |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]roaming (en)
- η περιπλάνηση, το τριγύρισμα, το γύρισμα
- ↪ Roaming the streets doesn’t do any good for him.
- Δεν του κάνει καλό το γύρισμα στους δρόμους.
- ↪ Roaming the streets doesn’t do any good for him.
- (τεχνολογία) περιαγωγή
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]roaming (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του roam