roast
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
roast (en)
- ψήνω
- ξεροψήνω
- φρυγανίζω, φρύγω
- καβουρντίζω
- τσιγαρίζω
- (μεταφορικά) σχολιάζω αρνητικά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
roast (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
roast (en)