Μετάβαση στο περιεχόμενο

roast

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

roast (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
roast roasts

roast (en)

  1. το ψητό
    παράδειγμα  a pot roast - ψητό της κατσαρόλας
  2. η επίκριση, η κατάκριση
ενεστώτας roast
γ΄ ενικό ενεστώτα roasts
αόριστος roasted
παθητική μετοχή roasted
ενεργητική μετοχή roasting

roast (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ψήνω, ξεροψήνω, μαγειρεύω φαγητό, ειδικά κρέας, σε φούρνο ή σε φωτιά σε πολύ υψηλή θερμοκρασία
    παράδειγμα  They roasted the ox whole without chopping it up.
    Ψήσανε το βόδι ολόκληρο χωρίς να το τεμαχίσουν.
    παράδειγμα  I am roasting the chicken (until it’s) brown.
    Ξεροψήνω το κοτόπουλο.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καβουρντίζω, ψήνω σπόρους δημητριακών, κόκκους καφέ κτλ.
    παράδειγμα  a roasted coffee - καφές καβουρντισμένος
    παράδειγμα  I’m roasting almonds.
    Καβουρντίζω τα μύγδαλα.
  3. (μεταβατικό, ανεπίσημο) σχολιάζω αρνητικά
    παράδειγμα  She was roasted for her absence.
    Σχολιάστηκε δυσμενέστατα η απουσία της.
  4. (μεταβατικό, ανεπίσημο, αμερικανική σημασία) γελοιοποιώ, λέω χοντρά αστεία για κάποιον, αλλά με φιλικό τρόπο
    παράδειγμα  a play which roasts the political leadership - θεατρικό έργο που γελοιοποιεί την πολιτική ηγεσία
  5. (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο) ψήνω, ξεροψήνω, καβουρντίζω, γίνομαι ή κάνω κάτι να γίνει πολύ ζεστό στον ήλιο ή στη φωτιά
    παράδειγμα  We’re roasting in here!
    Ψηνόμαστε εδώ μέσα!
    παράδειγμα  We roasted in the sun for so many hours.
    Ξεροψηθήκαμε τόσες ώρες στον ήλιο.
    παράδειγμα  The sun roasted us.
    Μας καβούρντισε ο ήλιος.