Μετάβαση στο περιεχόμενο

salacious

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός salacious
συγκριτικός more salacious
υπερθετικός most salacious

Επίθετο

[επεξεργασία]

salacious (en)

  • αισχρός, για ιστορίες, εικόνες κτλ. που παρακινούν τη σεξουαλική επιθυμία ή περιέχουν πάρα πολλές σεξουαλικές λεπτομέρειες
      salacious words/innuendos - αισχρά λόγια/υπονοούμενα
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη obscene