salacious
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | salacious |
συγκριτικός | more salacious |
υπερθετικός | most salacious |
Επίθετο[επεξεργασία]
salacious (en)
- αισχρός, για ιστορίες, εικόνες κτλ. που παρακινούν τη σεξουαλική επιθυμία ή περιέχουν πάρα πολλές σεξουαλικές λεπτομέρειες