seep
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
seep | seeps |
seep (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | seep |
γ΄ ενικό ενεστώτα | seeps |
αόριστος | seeped |
παθητική μετοχή | seeped |
ενεργητική μετοχή | seeping |
seep (en)
- (αμετάβατο) στάζω σιγά σιγά, εμφανίζω διαρροή, περνάω, ρέω αργά και σε μικρές ποσότητες μέσα από κάτι ή σε κάτι
- ↪ Moisture seeped through the walls.
- Οι τοίχοι έσταζαν υγρασία.
- ↪ The moisture is seeping through the walls.
- Η υγρασία πέρασε τους τοίχους.
- ↪ Moisture seeped through the walls.
Πηγές[επεξεργασία]
- seep - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ