senator

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
senator < λατινική senator

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

senator (en)

  1. o γερουσιαστής (το μέλος της Γερουσίας στις ΗΠΑ και τον Καναδά)
  2. ο συγκλητικός στην αρχαία Ρώμη



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

senator (ro) αρσενικό

  1. ο γερουσιαστής