serce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | serce | serca |
γενική | serca | serc |
δοτική | sercu | sercom |
αιτιατική | serce | serca |
οργανική | sercem | sercami |
τοπική | sercu | sercach |
κλητική | serce | serca |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
serce (pl) ουδέτερο
- η καρδιά