serjant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- serjant < λατινική servientem
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | serjanz | serjant |
cas régime | serjant | serjanz |
serjant αρσενικό
- ο υπηρέτης
- ο πεζός στρατιώτης