similarly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός similarly
συγκριτικός more similarly
υπερθετικός most similarly

Ετυμολογία [επεξεργασία]

similarly < similar + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

similarly (en)

  • παρόμοια, σύμφωνα, σχεδόν με τον ίδιο τρόπο
    He expressed himself/acted somewhat similarly.
    Εκφράστηκε/ενήργησε κάπως παρόμοια.
    ”Το ίδιος” declines similarly to the adjective “τίμιος, -α, -ο”.
    «Το ίδιος» κλίνεται σύμφωνα με το επίθετο «τίμιος, -α, -ο».
     συνώνυμα:  analogous, likewise και in kind

Πηγές[επεξεργασία]