skillfully
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | skillfully |
συγκριτικός | more skillfully |
υπερθετικός | most skillfully |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]skillfully (en) (αμερικανική γραφή)
- επιδέξια
- ⮡ The pianist's fingers ran skillfully over the keys.
- Τα δάχτυλα του πιανίστα έτρεχαν επιδέξια πάνω στα πλήκτρα.
- ⮡ The pianist's fingers ran skillfully over the keys.