slave
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
slave (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
slave (en)
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Από μια ρίζα αρχαίας σλαβικής από την οποία προέρχεται η λατινική sclavus. Δύο υποθέσεις υπάρχουν για την εξήγηση της λέξης « slave ».
- Η πιο προφανής και η πιο εύκολη έγκειται στη συνάρτηση της λέξης στην αρχαία σλαβική slava (« φήμη », « δόξα ») από την οποία προέρχονται οι λέξεις sláva sława και слава. Με άλλα λόγια, οι Σλάβοι θα είχαν αποκαλέσει τους εαυτούς τους « ένδοξους ».
- Η άλλη υπόθεση ξεκινάει από την αρχαία σλαβική slovo (« λέξη », « λόγος »), σύμφωνα με την οποία οι Σλάβοι ορίζουν τον εαυτό τους ως ανθρώπους που ξέρουν να μιλούν, των οποίων η γλώσσα είναι ευανάγνωστη. Αυτή η υπόθεση στηρίζεται κυρίως στο ότι στις σλαβικές γλώσσες ο όρος που σημαίνει έναν Γερμανό (τον πιο άμεσο γείτονα) προέρχεται από ένα επίθετο που σημαίνει «που δεν μιλάει»: στα πολωνικά και στα τσεχικά, οι λέξεις niemy / němý σημαίνουν « άφωνος, μουγκός », και Niemiec, Němec σημαίνουν « Γερμανός ».
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
slave | slaves |
slave (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σλαβικός
- elle a le charme slave des Slovaques - έχει τη σλαβική γοητεία των Σλοβάκων
[επεξεργασία]
- panslave
- panslavisme
- protoslave
- slavisant
- slaviser
- slavistique
- slavon ή vieux slave
- Slavonie
- slavophile
- slavophone
- Slovaque, slovaque, Slovaquie
- Slovène, slovène, Slovénie
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
slave (fr) αρσενικό
- γλώσσα που μιλιέται από σλαβικούς λαούς, τα σλαβικά
- le russe est du slave - τα ρωσικά είναι σλαβικά
- le vieux slave - η αρχαία σλαβική
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- langue slave (2)
Υπώνυμα[επεξεργασία]
- οικογένεια δυτικών γλωσσών
- οικογένεια νοτίων γλωσσών
- οικογένεια ανατολικών γλωσσών
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
slave στη γαλλική Βικιπαίδεια