spurt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
spurt | spurts |
spurt (en)
- σύντομη εκροή υγρού που αναβλύζει
- σύντομη και έντονη προσπάθεια
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | spurt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spurts |
αόριστος | spurted |
παθητική μετοχή | spurted |
ενεργητική μετοχή | spurting |
spurt (en)