stint
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stint (en)
- χρονική περίοδος κατά την οποία κάποιος έχει μια ιδιότητα ή ασχολείται με κάτι, θητεία
- όριο
- περιορισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stint (en)