strip
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
strip (en)
- λωρίδα
- strips of paper
- Gasa strip - η Λωρίδα της Γάζας
- το στριπτίζ, συντομευμένη εκδοχή της λέξης striptease