Μετάβαση στο περιεχόμενο

structuring

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

structuring (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
structuring structurings

structuring (en)