studia
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]studia (pl) (μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό)
- οι σπουδές
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]studia (pl)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του studio
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του studium
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]studia (ro)