studia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]studia (pl) (μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό)
- οι σπουδές
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]studia (pl)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του studio
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του studium
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]studia (ro)