studiously

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός studiously
συγκριτικός more studiously
υπερθετικός most studiously

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
studiously < studious + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

studiously (en)

  • επιμελώς
    ⮡  The committee studiously considered all of the above comments.
    Η επιτροπή μελέτησε επιμελώς όλες τις ανωτέρω παρατηρήσεις.