surrogate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- surrogate < λατινική surrogatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του surrogare, παραλλαγής του subrogare < sub (υπό) + rogare (ζητώ)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
surrogate (en)
- το υποκατάστατο (συνήθως ενός προσώπου, θέσης ή ρόλου)
- θετός γονέας
- (κυρίως στο ΗΒ) βοηθός επισκόπου που χορηγεί άδεις γάμου
- (νομικός όρος) (στις ΗΠΑ) A judicial officer of limited jurisdiction, who administers matters of probate and intestate succession and, in some cases, adoptions.
- ↪ A surrogate or surrogate key is a unique identifier for either an entity in the modeled world or an object in the database.
Επίθετο[επεξεργασία]
surrogate (en)
- θετός
- που λειτουργεί ως υποκατάστατο
Ρήμα[επεξεργασία]
surrogate (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
surrogate (en)
- πληθυντικός θηλυκού γένους του surrogato