tackle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | tackle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tackles |
αόριστος | tackled |
παθητική μετοχή | tackled |
ενεργητική μετοχή | tackling |
Ρήμα[επεξεργασία]
tackle (en)
- ασχολούμαι με κάτι, καταπιάνομαι με, αντιμετωπίζω (π.χ. ένα πρόβλημα προσπαθώντας να το λύσω)
- ↪ In this chapter, we will tackle different commands.
- Σ' αυτό το κεφάλαιο, θα ασχοληθούμε με διάφορες εντολές.
- ↪ I don’t know how to tackle this job.
- Δεν ξέρω πώς να καταπιαστώ με αυτή τη δουλειά.
- ↪ In this chapter, we will tackle different commands.
Πηγές[επεξεργασία]
- tackle (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- tackle (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 428. ISBN 9780194325684., λήμμα: καταπιάνομαι