tackle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | tackle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tackles |
αόριστος | tackled |
παθητική μετοχή | tackled |
ενεργητική μετοχή | tackling |
Ρήμα[επεξεργασία]
tackle (en)
- ασχολούμαι με κάτι, αντιμετωπίζω (π.χ. ένα πρόβλημα προσπαθώντας να το λύσω)
- ↪ In this chapter, we will tackle different commands.
- Σ' αυτό το κεφάλαιο, θα ασχοληθούμε με διάφορες εντολές.
- ↪ In this chapter, we will tackle different commands.