take a fancy to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
take a fancy to (en)
- (ιδιωματισμός) αγαπώ, έχω αγάπη ή ερωτική έλξη για κάποιον, έχω αγάπη για κάτι
- ↪ He took a fancy to her.
- Την αγάπησε.
- ↪ He took a fancy to her.