Μετάβαση στο περιεχόμενο

fancy

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfæn.si/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός fancy
συγκριτικός fancier
υπερθετικός fanciest

fancy (en)

  1. εξεζητημένος, περίτεχνος, επιδέξιος, φανταχτερός, πομπώδης, κάτι ασυνήθιστα περίπλοκο, συχνά με τρόπο όχι απαραίτητο, με τρόπο που σκοπεύει να εντυπωσιάσει άλλους ανθρώπους
    παράδειγμα  They have a kitchen full of fancy gadgets.
    Έχουν μια κουζίνα γεμάτη με εξεζητημένα γκάτζετ.
    παράδειγμα  They added a lot of fancy footwork to the dance.
    Πρόσθεσαν πολλές περίτεχνες/επιδέξιες φιγούρες στον χορό.
    παράδειγμα  She said a lot of fancy words but there was no substance.
    Είπε πολλά φανταχτερά/πομπώδη λόγια αλλά δεν υπήρχε ουσία.
    παράδειγμα  They solved it with fancy math.
    Το έλυσαν με περίπλοκα μαθηματικά.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη gaudy
  2. διακοσμητικός, στολισμένος, περίτεχνος, με πολλά διακοσμητικά ή έντονα χρώματα
    παράδειγμα  This house has fancy indoor plants.
    Αυτό το σπίτι έχει διακοσμητικά φυτά για εσωτερικούς χώρους.
    παράδειγμα  She is wearing a fancy lace dress.
    Φοράει ένα στολισμένο/περίτεχνο φόρεμα με δαντέλα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη decorative
  3. φινετσάτος, σικ, χλιδάτος, που είναι ακριβό ή που είναι συνδέεται με έναν ακριβό τρόπο ζωής
    παράδειγμα  The decoration is fancy, with well-thought-out details.
    Η διακόσμηση είναι φινετσάτη, με προσεγμένες λεπτομέρειες.
    παράδειγμα  He was dressed fancy in a simple but elegant suit.
    Ήταν σικ ντυμένος με ένα απλό αλλά κομψό κοστούμι.
    παράδειγμα  He took us to a fancy restaurant in Kolonaki.
    Μας πήγε σ’ ένα χλιδάτο εστιατόριο στο Κολωνάκι.
    παράδειγμα  The hotel was so fancy it even had a chauffeur.
    Το ξενοδοχείο ήταν τόσο χλιδάτο που είχε μέχρι και σοφέρ.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fancy fancies

fancy (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η φαντασία, μια φανταστική εικόνα
    παράδειγμα  Those are pure fancies.
    Είναι καθαρή φαντασία.
     συνώνυμα: imagination
  2. (μόνο στον ενικό) η επιθυμία
    παράδειγμα  It was my father’s fancy for me to study law.
    Ήταν επιθυμία του πατέρα μου να σπουδάσω νομικά.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη desire
  3. (ειδικά βρετανική σημασία) η αγάπη ή η ερωτική έλξη
    παράδειγμα  He took a fancy to her.
    Την αγάπησε.
     δείτε την έκφραση take a fancy to
ενεστώτας fancy
γ΄ ενικό ενεστώτα fancies
αόριστος fancied
παθητική μετοχή fancied
ενεργητική μετοχή fancying

fancy (en)

  1. (βρετανική σημασία, ανεπίσημο) θα ήθελα
    παράδειγμα  I fancy a hamburger tonight for dinner.
    Θα ήθελα ένα χάμπουργκερ για δείπνο.
     συνώνυμα: feel like
  2. (βρετανική σημασία, ανεπίσημο) μου αρέσει ερωτικά, γουστάρω
    παράδειγμα  She fancied him for a long time now, but she has not spoken to him.
    Τον γουστάρει πολύ καιρό τώρα, αλλά δεν του έχει μιλήσει.
     συνώνυμα: like (αμερικανική σημασία)
  3. (επίσημο) μου αρέσει κάτι, το ζηλεύω
    παράδειγμα  I fancy your car.
    Μου αρέσει το αυτοκίνητό σου.
     συνώνυμα: like
  4. φαντάζομαι
    παράδειγμα  Fancy that!
    Για φαντάσου!
    παράδειγμα  He fancies himself as a Don Juan.
    Φαντάζεται ότι είναι Δον Ζουάν.
     συνώνυμα: imagine, suppose

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]