fancy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | fancy |
| συγκριτικός | fancier |
| υπερθετικός | fanciest |
fancy (en)
- εξεζητημένος, περίτεχνος, επιδέξιος, φανταχτερός, πομπώδης, κάτι ασυνήθιστα περίπλοκο, συχνά με τρόπο όχι απαραίτητο, με τρόπο που σκοπεύει να εντυπωσιάσει άλλους ανθρώπους
They have a kitchen full of fancy gadgets.
- Έχουν μια κουζίνα γεμάτη με εξεζητημένα γκάτζετ.
They added a lot of fancy footwork to the dance.
- Πρόσθεσαν πολλές περίτεχνες/επιδέξιες φιγούρες στον χορό.
She said a lot of fancy words but there was no substance.
- Είπε πολλά φανταχτερά/πομπώδη λόγια αλλά δεν υπήρχε ουσία.
They solved it with fancy math.
- Το έλυσαν με περίπλοκα μαθηματικά.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη gaudy
- διακοσμητικός, στολισμένος, περίτεχνος, με πολλά διακοσμητικά ή έντονα χρώματα
This house has fancy indoor plants.
- Αυτό το σπίτι έχει διακοσμητικά φυτά για εσωτερικούς χώρους.
She is wearing a fancy lace dress.
- Φοράει ένα στολισμένο/περίτεχνο φόρεμα με δαντέλα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decorative
- φινετσάτος, σικ, χλιδάτος, που είναι ακριβό ή που είναι συνδέεται με έναν ακριβό τρόπο ζωής
The decoration is fancy, with well-thought-out details.
- Η διακόσμηση είναι φινετσάτη, με προσεγμένες λεπτομέρειες.
He was dressed fancy in a simple but elegant suit.
- Ήταν σικ ντυμένος με ένα απλό αλλά κομψό κοστούμι.
He took us to a fancy restaurant in Kolonaki.
- Μας πήγε σ’ ένα χλιδάτο εστιατόριο στο Κολωνάκι.
The hotel was so fancy it even had a chauffeur.
- Το ξενοδοχείο ήταν τόσο χλιδάτο που είχε μέχρι και σοφέρ.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| fancy | fancies |
fancy (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η φαντασία, μια φανταστική εικόνα
Those are pure fancies.
- Είναι καθαρή φαντασία.
- ≈ συνώνυμα: imagination
- (μόνο στον ενικό) η επιθυμία
- (ειδικά βρετανική σημασία) η αγάπη ή η ερωτική έλξη
He took a fancy to her.
- Την αγάπησε.
- → δείτε την έκφραση take a fancy to
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | fancy |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | fancies |
| αόριστος | fancied |
| παθητική μετοχή | fancied |
| ενεργητική μετοχή | fancying |
fancy (en)
- (βρετανική σημασία, ανεπίσημο) θα ήθελα
- (βρετανική σημασία, ανεπίσημο) μου αρέσει ερωτικά, γουστάρω
She fancied him for a long time now, but she has not spoken to him.
- Τον γουστάρει πολύ καιρό τώρα, αλλά δεν του έχει μιλήσει.
- ≈ συνώνυμα: like (αμερικανική σημασία)
- (επίσημο) μου αρέσει κάτι, το ζηλεύω
- φαντάζομαι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- fancy (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- fancy (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- fancy (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 322, 929, 930. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιθυμία, φαντάζομαι, φαντασία, φανταχτερός
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Βρετανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'marry' (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
- Επίσημοι όροι (αγγλικά)