fancy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | fancy |
συγκριτικός | fancier |
υπερθετικός | fanciest |
fancy (en)
- φανταχτερός, επιδέξιος, κάτι ασυνήθιστα περίπλοκο, συχνά με τρόπο όχι απαραίτητο, με τρόπο που σκοπεύει να εντυπωσιάσει άλλους ανθρώπους
- ↪ She said a lot of fancy words but there was no substance.
- Είπε πολλά φανταχτερά λόγια αλλά δεν υπήρχε ουσία.
- ↪ He made a fancy pass to to his teammate
- Έκανε μια επιδέξια πάσα στον παίκτη του.
- ↪ She said a lot of fancy words but there was no substance.
- διακοσμητικός, με πολλά διακοσμητικά ή έντονα χρώματα
- ↪ This house has fancy indoor plants.
- Αυτό το σπίτι έχει διακοσμητικά φυτά για εσωτερικούς χώρους.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη decorative
- ↪ This house has fancy indoor plants.
- φανταχτερός, ακριβό ή συνδεδεμένο με έναν ακριβό τρόπο ζωής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fancy | fancies |
fancy (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η φαντασία, μια φανταστική εικόνα
- ↪ Those are pure fancies.
- Είναι καθαρή φαντασία.
- ≈ συνώνυμα: imagination
- ↪ Those are pure fancies.
- (μόνο στον ενικό) η επιθυμία
- (ειδικά βρετανική σημασία) η αγάπη ή η ερωτική έλξη
- ↪ He took a fancy to her.
- Την αγάπησε.
- → δείτε την έκφραση take a fancy to
- ↪ He took a fancy to her.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | fancy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fancies |
αόριστος | fancied |
παθητική μετοχή | fancied |
ενεργητική μετοχή | fancying |
fancy (en)
- (βρετανική σημασία, ανεπίσημο) θα ήθελα
- (βρετανική σημασία, ανεπίσημο) μου αρέσει ερωτικά, γουστάρω
- ↪ She fancied him for a long time now, but she has not spoken to him.
- Τον γουστάρει πολύ καιρό τώρα, αλλά δεν του έχει μιλήσει.
- ≈ συνώνυμα: like (αμερικανική σημασία)
- ↪ She fancied him for a long time now, but she has not spoken to him.
- (επίσημο) μου αρέσει κάτι, το ζηλεύω
- φαντάζομαι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- fancy (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- fancy (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- fancy (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 322, 929, 930. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιθυμία, φαντάζομαι, φαντασία, φανταχτερός
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Βρετανικές σημασίες για αγγλικούς όρους (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'marry' (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
- Επίσημοι όροι (αγγλικά)