fancy
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fancy (en)
- η φαντασία· μια φανταστική εικόνα
- ↪ The film rose from Stephen's fancy. - → λείπει η μετάφραση
- μια επιθυμία
- ↪ I had a fancy to learn to play the flute. - → λείπει η μετάφραση
- αγάπη ή ερωτική έλξη
- ↪ He took a fancy to her. - → λείπει η μετάφραση
- οποιοδήποτε άθλημα ή χόμπι είναι αρεστό σε μια ομάδα ανθρώπων
- ↪ Trainspotting is the fancy of a special lot. - → λείπει η μετάφραση
- οι ενθουσιώδεις φίλοι ενός τέτοιου αθλήματος
- ↪ He fell out of favor with the boxing fancy after the incident. - → λείπει η μετάφραση
[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fancy (en)
- διακοσμητικός
- ανωτέρου επιπέδου
- ↪ This box contains bottles of the fancy grade of jelly. - → λείπει η μετάφραση
- που εκτελείται με επιδεξιότητα
- ↪ He initiated the game winning play with a fancy, deked saucer pass to the winger.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ He initiated the game winning play with a fancy, deked saucer pass to the winger.
- (καθομιλομένη) υπερβολικά περίπλοκος
- ↪ I'm not keen on him and his fancy ideas. - → λείπει η μετάφραση
- ≈ συνώνυμα: high falutin
- ≠ αντώνυμα: simple
Ρήμα[επεξεργασία]
fancy (en)
- (επίσημο) μου αρέσει κάτι, το ζηλεύω
- ↪ I fancy your new car, but I like my old one just fine. - → λείπει η μετάφραση
- (ΗΒ) θα ήθελα
- (βρετανικό, ανεπίσημο) μου αρέσει ερωτικά (γουστάρω)
- φαντάζομαι
- ↪ I fancy you'll want something to drink after your long journey
- ↪ Fancy meeting you here!
- ↪ Fancy that! I saw Elizabeth Bennett and Mr. Darcy kissing in the garden.