tubka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tubka | tubki |
γενική | tubki | tubek |
δοτική | tubce | tubkom |
αιτιατική | tubkę | tubki |
οργανική | tubką | tubkami |
τοπική | tubce | tubkach |
κλητική | tubko | tubki |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tubka (pl) θηλυκό
- το σωληνάριο