undergo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | undergo |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | undergoes |
αόριστος | underwent |
παθητική μετοχή | undergone |
ενεργητική μετοχή | undergoing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
undergo (en)