Μετάβαση στο περιεχόμενο

undergo

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας undergo
γ΄ ενικό ενεστώτα undergoes
αόριστος underwent
παθητική μετοχή undergone
ενεργητική μετοχή undergoing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
undergo < under- + go

undergo (en)

  • υποβάλλομαι σε, υφίσταμαι, περνάω κάτι, ειδικά μια αλλαγή ή κάτι δυσάρεστο
      You need to undergo surgery/treatment.
    Πρέπει να υποβληθείτε σε εγχείρηση/θεραπεία.
      She has been undergoing cancer treatment for some time.
    Υποβάλλεται σε θεραπεία για καρκίνο εδώ και καιρό.
      We underwent a lot of sacrifice/a humiliating setback.
    Υποστήκαμε πολλές θυσίες/δεινός πλήγμα.
      We underwent a lot of distress.
    Περάσαμε πολλές στενοχώριες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη experience